Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πελαγώνω
1 εγγραφή
πελαγώνω [pelaγóno] Ρ1α μππ. πελαγωμένος : 1. (λαϊκότρ.) πλέω στην ανοιχτή θάλασσα, στο πέλαγος. 2. (συνήθ. μτφ.) περιέρχομαι σε κατάσταση σύγχυσης και αμηχανίας, επειδή συναντώ πολλές και μεγάλες δυσκολίες· ΣYN έκφρ. τα χάνω: Mου ΄πεσαν πολλές δουλειές μαζί και έχω πελαγώσει.

[λόγ. πέλαγ(ος) -ώ > -ώνω κατά το θαλασσώνω (διαφ. το ελνστ. πελαγῶ `πλημμυρίζω΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες