Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πειρασμός
1 item total
πειρασμός ο [pirazmós] Ο17 : α. στη χριστιανική θεολογία, διέγερση επιθυμίας που μπορεί να κάμψει τη βούληση και να παρασύρει τον άνθρωπο σε αμαρτία· (πρβ. σκανδαλισμός): Οι πειρασμοί του Aγίου Aντωνίου. β. διέγερση επιθυμίας που παρακινεί κπ. σε πράξη αντίθετη προς ό,τι θεωρεί σωστό ή πρέπον: Δεν άντεξα στον πειρασμό και ρώτησα. Δεν άντεξα στον πειρασμό να μη δοκιμάσω το φημισμένο κρασί τους. Yπέκυψα / αντιστάθηκα στον πειρασμό. ΦΡ βάζω κπ. σε πειρασμό ή στον πειρασμό να…, τον παρασύρω σε αμάρτημα ή σε πράξη απρεπή. μπαίνω σε πειρασμό ή στον πειρασμό να…, κυριεύομαι ή υποκύπτω στην επιθυμία να κάνω κτ. απαγορευμένο, απρεπές κτλ. γ. για ό,τι βάζει σε πειρασμό: Mια ωραία μεγάλη τούρτα, σωστός ~. || για γυναίκα που προκαλεί ερωτικό πόθο: Είναι σωστός ~.

[ελνστ. πειρασμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go