Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πεζόδρομος
2 εγγραφές [1 - 2]
πεζόδρομος ο [pezóδromos] Ο20 : δρόμος στον οποίο απαγορεύεται η κίνηση οχημάτων.

[λόγ. πεζο- 2 + δρόμος μτφρδ. γαλλ. zone piétonnière ή αγγλ. pedestrian zone]

πεζοδρόμος ο [pezoδrómos] Ο18 : πεζοπόρος, οδοιπόρος.

[λόγ. < μσν. πεζοδρόμος < πεζ(ός) -ο- + δρόμ(ος) -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες