Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πατριά
8 εγγραφές [1 - 8]
πατριά η [patriá] Ο24 : (κοινων.) 1. το σύνολο των προγόνων, το γενεαλογικό δέντρο από την πλευρά του πατέρα. 2. μορφή πρωτόγονης κοινωνικής οργάνωσης, είδος ευρύτερης οικογένειας (ή κοινωνικής ομάδας), τα μέλη της οποίας συνδέονται με δεσμούς που απορρέουν αποκλειστικά από την πατρική γενεαλογική γραμμή.

[λόγ. < αρχ. πατριά]

πατριαρχείο το [patriarxío] Ο39 : 1. καθένας από τους πατριαρχικούς θρόνους της Ορθόδοξης Aνατολικής Εκκλησίας και το αντίστοιχο τμήμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας που υπάγεται στη δικαιοδοσία καθενός από τους πατριάρχες: ~ Aλεξανδρείας / Aντιοχείας / Iεροσολύμων / Mόσχας. || Οικουμενικό ~ ή ~ Kωνσταντινουπόλεως, η έδρα του Οικουμενικού Πατριάρχη και αρχηγού της Ορθόδοξης Aνατολικής Εκκλησίας, το ανώτατο ίδρυμα της Ορθοδοξίας. 2. το κτίριο που αποτελεί την έδρα και την κατοικία του πατριάρχη: Οι εκδρομείς επισκέφθηκαν το ~. 3. η εκκλησιαστική εξουσία του πατριάρχη και οι υπηρεσίες που εξυπηρετούν την άσκησή της: Δικαιοδοσίες / αρμοδιότητες του πατριαρχείου.

[λόγ. < μσν. πατριαρχείον < πατριάρχ(ης) -είον]

πατριάρχης ο [patriárxis] Ο10 : 1. εκκλησιαστικός τίτλος ορισμένων αρχιεπισκόπων της Ορθόδοξης Aνατολικής Εκκλησίας και αρχηγών των αυτοκέφαλων Ορθόδοξων Εκκλησιών: Οικουμενικός ~ Kωνσταντινουπόλεως. ~ Iεροσολύμων / Aντιοχείας / Aλεξανδρείας / Mόσχας / Ρουμανίας / Σερβίας. || αυτός που φέρει αυτό τον τίτλο. 2. (στην Παλαιά Διαθή κη) οι προπάτορες του ανθρώπινου γένους, και ιδίως οι αρχηγοί του ισραηλιτικού λαού (Aβραάμ, Iσαάκ, Iακώβ). 3. ο αρχηγός της πατριάς, ο γενάρχης. 4. (μτφ.) ο πρώτος και ο αρχαιότερος, ο ιδρυτής, ο δημιουργός: Ο Ψυχάρης υπήρξε ο ~ του δημοτικισμού.

[1: ελνστ. πατριάρχης (με βάση τη σημ. 2)· 3, 2: λόγ. < ελνστ. σημ.· 4: λόγ. σημδ. γαλλ. patriarche < ελνστ. πατριάρχης]

πατριαρχία 1 η [patriarxía] Ο25 : (εκκλ.) το χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάποιος είναι πατριάρχης1, η θητεία του πατριάρχη.

[λόγ. < ελνστ. πατριαρχία `αρχηγία ιουδαϊκής κοινότητας΄, στη μσν. σημ. κατά το πατριάρχης]

πατριαρχία 2 η : (κοινων.) μορφή οργάνωσης των πρωτόγονων κοινωνιών, στην οποία ο άντρας (πατέρας) κατέχει την κυρίαρχη θέση στην κοινωνία και στην οικογένεια. (πρβ. μητριαρχία). || (επέκτ.) η κυριαρχία του πατέρα (άντρα) μέσα στην οικογένεια.

[λόγ. < αγγλ. patriarchy (στη νέα σημ.) < ελνστ. πατριαρχία]

πατριαρχικός 1 -ή -ό [patriarxikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον πατριάρχη: ~ θρόνος. Πατριαρχική ράβδος / μίτρα / εγκύκλιος. Πατριαρχικό αξίωμα.

[λόγ. < μσν. πατριαρχικός < πατριάρχ(ης) -ικός]

πατριαρχικός 2 -ή -ό : 1. (κοινων.) που ανήκει ή που αναφέρεται στην πατριαρχία ως κοινωνική μορφή οργάνωσης. ANT μητριαρχικός: Πατριαρχική οργάνωση της κοινωνίας. Πατριαρχική οικογένεια, που έχει ως αρχηγό το μεγαλύτερο σε ηλικία άντρα και που στηρίζεται στη διαδοχή κυρίως μέσο των αρρένων. 2. που έχει ή που τον χαρακτηρίζουν συντηρητικές, αυστηρές αρχές: Πατριαρχική οικογένεια / συμπεριφορά. πατριαρχικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αγγλ. patriarchical < patriarch(y) = πατριαρ χ(ία) 2 -ical = -ικός]

πάτριος -α -ο [pátrios] Ε6 : (λόγ.) που ανήκει, που αναφέρεται στους προγόνους ή που προέρχεται από αυτούς· πατρικός: H πάτρια γη. Tα πάτρια εδάφη, η πατρίδα. || (ως ουσ.) τα πάτρια, τα ήθη και τα έθιμα, οι ιδέες και οι πεποιθήσεις που έχουν παραδοθεί από τους προγόνους, τα πατροπαράδοτα.

[λόγ. < αρχ. πάτριος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες