Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πατερναλισμός
1 item total
πατερναλισμός ο [paternalizmós] Ο17 : προστατευτική στάση της εργοδοσίας απέναντι στους εργαζομένους και γενικότερα του κράτους απέ να ντι στους πολίτες, η οποία αποβλέπει στον έμμεσο αλλά απόλυτο έλεγ χο των διεκδικήσεών τους.

[λόγ. < αγγλ. paternalism (-ism = -ισμός)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go