Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παστρικός
1 εγγραφή
παστρικός -ή / -ιά -ό [pastrikós] Ε1, Ε2 : 1. (λαϊκότρ.) που τον έχουν καθαρίσει καλά· καθαρός: Όλα μέσα στο σπίτι του είναι παστρικά. 2. (μτφ.) α. (οικ.) που είναι ηθικά άψογος, καθαρός, που δεν υποκρύπτει δόλο: Mου αρέσουν οι παστρικές δουλειές / κουβέντες. Δε φαίνεται / δεν είναι και τόσο ~, για άτομο αμφίβολης ηθικής. || (ειρ.) για ανήθικο, ανέντιμο άνθρωπο: Παστρικό υποκείμενο και του λόγου του. β. (ως ουσ., παρωχ.) η παστρικιά, η πόρνη. παστρικά ΕΠIΡΡ: Nα μιλήσουμε ~, τίμια.

[μσν. παστρικός < πάστρ(α) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες