Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρωπίδα
1 item total
παρωπίδα η [paropíδa] Ο26 (συνήθ. πληθ.) : 1. το καθένα από τα δύο εξαρτήματα του χαλιναριού που εμποδίζουν το ζώο να βλέπει προς τα πλάγια. 2. (μτφ.) για ό,τι κάνει τον άνθρωπο να είναι μονόπλευρος ή δογματικός στις απόψεις του: Έχει / φοράει κάποιος ιδεολογικές / θρησκευτικές / κομματικές παρωπίδες. Bγάλε τις παρωπίδες, καημένε!

[λόγ. < ελνστ. παρωπίς, αιτ. -ίδα `γυναικεία μάσκα΄, από σύγχυση προς το ελνστ. τά παρώπια `χάμουρα΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go