Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παροχετεύω
1 εγγραφή
παροχετεύω [paroxetévo] -ομαι Ρ5.1 : κάνω παροχέτευση.

[λόγ. < αρχ. παροχετεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες