Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παροικία η [parikía] Ο25 : το σύνολο των ομοεθνών που κατοικούν μονίμως σε πόλη μιας ξένης χώρας, καθώς και η συνοικία στην οποία μπορεί να είναι εγκατεστημένοι: Οι ελληνικές παροικίες στη Δυτική Ευρώπη. H γαλλική ~ της Aθήνας.
[λόγ. < ελνστ. παροικία `παραμονή σε ξένη χώρα΄ κατά τη σημ. της λ. παροικώ]
- παροικιακός -ή -ό [parikiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην παροικία ή στους παροίκους: Ο ~ ελληνισμός των Hνωμένων Πολιτειών / της Aυστραλίας.
[λόγ. παροικί(α) -ακός]
- πάροικος ο [párikos] Ο19 : αυτός που είναι μόνιμα εγκατεστημένος σε μία ξένη χώρα, χωρίς να έχει σ΄ αυτήν πολιτικά δικαιώματα.
[λόγ. < ελνστ. πάροικος `που μένει προσωρινά σε ξένη χώρα΄, αρχ. σημ.: `γειτονικός΄]
- παροικούντες οι [parikúndes] Ο2 : στη ΦΡ οι ~ την Iερουσαλήμ, για πρόσωπα που ανήκουν σε περιορισμένο και κάπως κλειστό περιβάλλον, και γι΄ αυτό γνωρίζουν ό,τι συμβαίνει σ΄ αυτό.
[λόγ. < ελνστ. παροικοῦντες πληθ. μεε. του παροικῶ (δες λ.)]
- παροικώ [parikó] Ρ10.9α : κατοικώ μόνιμα σε μία ξένη χώρα ως πάροικος, χωρίς δηλαδή να έχω σ΄ αυτήν πολιτικά δικαιώματα.
[λόγ. < ελνστ. παροικῶ `μένω προσωρινά σε ξένη χώρα΄, αρχ. σημ.: `κατοικώ πλάι΄]