Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρλαπίπα
2 items total [1 - 2]
παρλαπίπα η [parlapípa] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) ως χαρακτηρισμός λόγων ανόητων, φλύαρων και κομπαστικών.

[γερμ. papperlapap (ηχομιμ.) παρετυμ. πάρλα και ίσως πίπα]

παρλαπίπας ο [parlapípas] Ο3 : ως χαρακτηρισμός ανθρώπου εξαιρετικά φλύαρου, ανόητου και κομπαστή· φαφλατάς.

[παρλαπίπ(α) -ας]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go