Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρκάρω [parkáro] -ομαι & παρκέρνω [par
érno] -ομαι Ρ6 : σταθμεύω ένα όχημα σε μια θέση, εκτελώντας τους κατάλληλους ελιγμούς: Πού έχεις παρκάρει; Ψάχνω να βρω θέση / χώρο για να ~. Παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Mην παρκάρετε στην είσοδο του γκαράζ. [ιταλ. parcar(e) -ω < γαλλ. parquer· παρκ(άρω) μεταπλ. -έρνω]
- παρκέ το [parké] Ο (άκλ.) : δάπεδο από μικρές συναρμοσμένες σανίδες από εκλεκτό σκληρό ξύλο σε ορισμένες διαστάσεις, κατάλληλα λειασμένες και γυαλισμένες: Δρύινο ~. ~ ψαροκόκαλο. || Kάνω ~, αλείφω το δάπεδο με ειδική ουσία, την παρκετίνη, και το τρίβω, έτσι ώστε να αποκτήσει γυαλάδα. ~ διαρκείας, με μόνιμο γυάλισμα, που δε χρειάζεται συχνή συντήρηση. || Tο ~ του Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας.
[λόγ. < γαλλ. parquet]
- παρκετάρισμα το [parketárizma] Ο49 : η ενέργεια του παρκετάρω, το γυάλισμα του δαπέδου.
[παρκετάρ(ω) -ισμα]
- παρκετάρω [parketáro] Ρ6α μππ. παρκεταρισμένος : αλείφω ένα δάπεδο, συνήθ. ξύλινο, με παρκετίνη και το τρίβω, έτσι ώστε να αποκτήσει γυαλάδα.
[παρκέτ(ο < ιταλ. parchetto < γαλλ. parquet) -άρω]
- παρκετέζα η [parketéza] Ο25α : ηλεκτρική συσκευή με την οποία γίνεται το παρκετάρισμα του δαπέδου.
[γαλλ. parqueteus(e) -α]
- παρκετίνη η [parketíni] Ο30 : εμπορική ονομασία υγρής ή κρεμώδους ουσίας που χρησιμοποιείται για το γυάλισμα των ξύλινων συνήθ. δαπέδων: Yγρή ~.
[λόγ. παρκέτ(ο δες στο παρκετάρω) -ίνη σήμα κατατ.]