Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παριστ
3 εγγραφές [1 - 3]
παρίσταμαι [parístame] Ρ ενεστ. παρίστασαι, παρίσταται, παριστάμεθα, παρίστασθε, παρίστανται, πρτ. γ' πρόσ. παρίστατο, παρίσταντο, αόρ. γ' πρόσ. παρέστη, παρέστησαν, απαρέμφ. παραστεί : (λόγ.) είμαι παρών, συμμετέχω με την παρουσία μου σε ένα χώρο όπου συμβαίνει κτ., σε μια εκδήλωση κτλ., παρευρίσκομαι: Στην τελετή παρέστησαν οι τοπικές αρχές. Οι παριστάμενοι χειροκρότησαν θερμά τον ομιλητή. || (στο γ' εν. πρόσ.) Παρίσταται ανάγκη, παρουσιάζεται, προκύπτει: Aν παραστεί ανάγκη, θα επέμβει η αστυνομία. || (νομ.) υπερασπίζω κπ. στο δικαστήριο ως συνήγορος.

[λόγ. < αρχ. παρίστημι, παρίσταμαι]

παριστάνω [paristáno] -ομαι Ρ πρτ. παρίστανα, αόρ. παρέστησα, απαρέμφ. παραστήσει, παθ. αόρ. παραστήθηκα και παραστάθηκα, απαρέμφ. παραστηθεί και παρασταθεί : 1. παρουσιάζω, εμφανίζω, περιγράφω κτ. ως τέτοιο ή αλλιώτικο (κυρ. με προφορικό ή με γραπτό λόγο), εκθέτω: Tα γεγονότα συνέβησαν διαφορετικά από ό,τι μας τα παρέστησε ο μάρτυρας. H κατάσταση δεν είναι τόσο ρόδινη, όσο την παριστάνεις. Έχει την τάση να παριστάνει τα πράγματα πολύ τραγικά. 2. αποδίδω, απεικονίζω, συμβολίζω αφηρημένες έννοιες ή σχέσεις με τρόπο που τις κάνει αντιληπτές, αισθητές: Οι αυξομειώσεις της τιμής της δραχμής παριστάνονται στο διάγραμμα με καμπύλη. Tο σημείο της πρόσθεσης παριστάνεται με σταυρό. 3. αποδίδω, απεικονίζω κτ. με εικαστικά μέσα: Tο άγαλμα παριστάνει την Ελευθερία. Ο πίνακας παριστάνει ένα τοπίο. H σκηνή παριστάνει το σαλόνι ενός σπιτιού. 4. (για ηθοποιό) υποδύομαι ένα πρόσωπο, παίζω (ένα ρόλο): Ο σκηνοθέτης ψάχνει κατάλληλο ηθοποιό, για να παραστήσει τον Οιδίποδα. 5. προσπαθώ, επιδιώκω να δείξω, να φανώ κτ. διαφορετικό από ό,τι είμαι, υποκρίνομαι, προσποιούμαι: Mην παριστάνεις τον κουτό / το βλάκα / τον ανήξερο / τον έξυπνο. Mας παριστάνει το σπουδαίο / τον πολύξερο / τον ειδήμονα. Παριστάνει τον άρρωστο, για να μην πάει στο σχολείο. Ήθελε να παραστήσει το γενναίο κι έγινε ρεζίλι.

[λόγ. < ελνστ. παριστάνω]

παριστώ [paristó] Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 (μόνο στον ενεστ.) : (λόγ.) παριστά νω.

[λόγ. < ελνστ. παριστῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες