Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραχρήμα
1 εγγραφή
παραχρήμα [paraxríma] επίρρ. : (λόγ.) κυρίως στην έκφραση αυθωρεί* και ~.

[λόγ. < αρχ. παραχρῆμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες