Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραλυσία
1 εγγραφή
παραλυσία η [paralisía] Ο25 : χαλάρωση, έκλυση των ηθών, ανήθικη, ακόλαστη ζωή ή συμπεριφορά: Zούμε σε εποχή ηθικής παραλυσίας.

[λόγ. < γαλλ. paralysie < λατ. paralys(is) < ελνστ. παράλυσ(ις) -ie = -ία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες