Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραλληλισμός
1 εγγραφή
παραλληλισμός ο [paralilizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του παραλληλίζω: ~ γραμμών / επιφανειών. Άστοχος ~ μεταξύ δύο γεγονότων άσχετων μεταξύ τους. || (λογοτ.) σχήμα λόγου που συνίσταται στην επανάληψη μιας ή περισσότερων εννοιών ή νοημάτων με παρόμοιες, με ισοδύναμες εκφράσεις ή εικόνες, π.χ.: «Ο ύπνος τρέφει το παιδί κι ο ήλιος το μοσχάρι».

[λόγ. < γαλλ. parallélisme (< parallèle < αρχ. παράλληλος) (διαφ. το ελνστ. ή μσν. παραλληλισμός `παράλληλη τοποθέτηση ισοδύναμων λέξεων σε σύνθετο΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες