Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παραλληλίζω [paralilízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. καθιστώ κτ. παράλληλο προς κτ. άλλο: ~ δύο ευθείες. Οι επιφάνειες πρέπει να είναι καλά παραλληλισμένες μεταξύ τους. 2. τοποθετώ κτ. δίπλα σε κτ. άλλο, συγκρίνω, παραβάλ λω για να βρω, να καταγράψω ενδεχόμενες ή υπάρχουσες ομοιότητες ή αναλογίες: ~ δύο γεγονότα / καταστάσεις μεταξύ τους. Πολλοί παραλληλίζουν την πολιτική και / με τη θρησκευτική πίστη.
[λόγ. παράλληλ(ος) -ίζω μτφρδ. γαλλ. paralléliser (διαφ. το ελνστ. ή μσν. παραλληλίζω `παραθέτω ισοδύναμες λέξεις΄)]