Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παραλήγουσα
1 item total
παραλήγουσα η [paralíγusa] Ο27 : (γραμμ.) η προτελευταία συλλαβή μιας λέξης: H λέξη “πελάτης” τονίζεται στην ~.

[λόγ. < ελνστ. παραλήγουσα (ενν. συλλαβή)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go