Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: παρακόρη
1 item total
παρακόρη η [parakóri] Ο30 : (παρωχ.) 1. κορίτσι που βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού, συνήθ. από γνωστή ή συγγενή οικογένεια. 2. θετή κόρη, ψυχοκόρη.

[παρα- 1 κόρη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go