Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παρακράτος το [parakrátos] Ο46 : σύνολο παράνομων ατόμων, ομάδων και δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται εκτός των θεσμών, παράλληλα προς το κράτος (συνήθ. με την ανοχή ή και τη στήριξή του) και δρουν ενάντια στην κοινωνία ή σε τμήματά της: Tο ~ αναπτύχθηκε και έδρασε στην Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο. Tο ~ ευθύνεται για τη δολοφονία πολιτικών ηγετών. || (επέκτ.) κάθε παράνομη ενέργεια ή δράση, που εκπορεύεται και αναπτύσσεται από παράνομα και μη θεσμοθετημένα κέντρα εξουσίας.
[λόγ. παρα- 1 κράτος μτφρδ. αγγλ. parastate]