Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραθαλάσσιος
1 εγγραφή
παραθαλάσσιος -α -ο [paraθalásios] Ε6 : που βρίσκεται (πολύ) κοντά, δίπλα σε θάλασσα, παραλιακός: Παραθαλάσσιες πόλεις / περιοχές / εγκαταστάσεις. Παραθαλάσσια οικόπεδα / σπίτια. || (ως ουσ.) το παραθαλάσσιο, κατοικία κοντά στη θάλλασσα: Δε θα πάτε φέτος στο παραθαλάσσιο;

[λόγ. < αρχ. παραθαλάσσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες