Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παραδουλεύτρα
2 εγγραφές [1 - 2]
-τρα 1 [tra] & -ίστρα 1 [ístra] : 1. επίθημα για το σχηματισμό του θηλυκού από αρσενικά ρηματικά ουσιαστικά σε -τής ή κατευθείαν από ρήματα (συνήθ. από το θέμα του αορίστου), όταν δεν έχει επικρατήσει αντίστοιχο αρσενικό ουσιαστικό· δηλώνει τη γυναίκα με επάγγελμα, ασχολία, δραστηριότητα κτλ. ανάλογα με την έννοια της λέξης που αποτελεί τη βάση για το σχηματισμό: (κλέφτης) κλέφτρα, (ξελογιαστής) ξελογιάστρα· κεντίστρα, κορδελιάστρα, παραδουλεύτρα, πλύστρα, χαρτορίχτρα· κουνίστρα. 2. σχηματίζει τον προφορικό, οικείο ή λαϊκότροπο τύπο θηλυκών ουσιαστικών σε -τρια: πλεονέχτρα, υφάντρα.

[μσν. -τρα: μαντεύ-τρα < αρχ. -τρια με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [r] και φων. (σύγκρ. τριακόσα > τρακόσα) & αρχ. -τής > -τρα: δουλευ-τής > δουλεύ-τρα· -ίστρα: κατά τα ρήματα σε -ίζω]

παραδουλεύτρα η [paraδuléftra] Ο25 : γυναίκα που βοηθάει με πληρωμή τη νοικοκυρά στις δουλειές του σπιτιού· γυναίκα3: H ~ έρχεται μια φορά τη βδομάδα και βοηθάει στο καθάρισμα του σπιτιού.

[παρα- 1 δουλεύτρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες