Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παράνομος
1 εγγραφή
παράνομος -η -ο [paránomos] Ε5 : που παραβαίνει το νόμο, που δε γίνεται σύμφωνα μ΄ αυτόν. ANT νόμιμος: Παράνομη ενέργεια / πράξη. Παράνομη συναλλαγή / πώληση / αγορά / κατοχή / οπλοφορία / στάθμευση. ~ οικισμός. Παράνομη σχέση / συμβίωση. Παράνομοι εραστές. || (ως ουσ.) ο παράνομος, άτομο που ζει σε παρανομία, που διώκεται από το νόμο και διαφεύγει: H πόλη έγινε καταφύγιο παρανόμων. παράνομα & (λόγ.) παρανόμως ΕΠIΡΡ: Mπήκε στη / βγήκε από τη χώρα ~.

[λόγ. < αρχ. παράνομος· λόγ. < αρχ. παρανόμως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες