Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πανωλεθρία
1 εγγραφή
πανωλεθρία η [panoleθría] Ο25 : πλήρης όλεθρος, παντελής καταστροφή ή ήττα: H ~ των Περσών στη ναυμαχία της Σαλαμίνας. Παθαίνω ~, καταστρέφομαι ή ηττώμαι ολοκληρωτικά. Οικονομική ~, καταστροφή. Εκλογική ~, ήττα.

[λόγ. < αρχ. πανωλεθρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες