Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παντελής -ής -ές [pandelís] Ε10 : ολοκληρωτικός, ολοσχερής: ~ έλλειψη. ~ καταστροφή. ~ άγνοια.
παντελώς ΕΠIΡΡ από κάθε άποψη, ολοσχερώς· συνήθ. δηλώνει ότι ισχύει σε απόλυτο, ανώτατο βαθμό η αρνητι κή σημασία της λέξης που προσδιορίζει· τελείως, εντελώς: Είναι ~ ανίκα νος να εργαστεί. Είναι ~ ανίκανος προς εργασία. Είναι ~ αναξιόπιστος / διεφθαρμένος. Kαταστράφηκε ~, ολοσχερώς. [λόγ. < αρχ. παντελής, παντελῶς]