Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πακτωτής
1 item total
πακτωτής ο [paktotís] Ο7 : μισθωτής αγροτικής γης (ή άλλου προσοδοφόρου κινητού ή ακίνητου πράγματος).

[λόγ. πακτω- (δες πακτώνω 2) -τής (διαφ. το ελνστ. πακτωτής `καραβομαραγκός΄, σύγκρ. πακτώνω 1)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go