Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδονόμος
1 εγγραφή
παιδονόμος ο [peδonómos] Ο18 : το άτομο στο οποίο έχει ανατεθεί η επιτήρηση των παιδιών σε εκπαιδευτήριο, οικοτροφείο κτλ.

[λόγ. < αρχ. παιδονόμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες