Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παιδεραστης
1 εγγραφή
παιδεραστής ο [peδerastís] Ο7 : άντρας που επιδιώκει σεξουαλικές σχέσεις (συνήθ. ομοφυλοφιλικές) με παιδί ή έφηβο.

[λόγ. < αρχ. παιδεραστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες