Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- παγούρι 1 το [paγúri] Ο44 : μικρό φορητό δοχείο νερού (στρατιωτών, εκδρομέων κτλ.): Kρέμασε το ~ στη ζώνη του.
παγουράκι το YΠΟKΟΡ: Πάρε μαζί σου και το ~ σου. [μσν. παγούριον ίσως < παγούρι 2 από ομοιότητα του σχήματος]
- παγούρι 2 το : (λαϊκότρ.) πάγουρας.
[μσν. παγούριον υποκορ. του αρχ. πάγουρ(ος) -ιον]