Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: παγάκι
1 εγγραφή
παγάκι το [paγáki] Ο44α : μικρό κομμάτι πάγου, από νερό που πάγωσε μέσα σε ειδική θήκη στο ψυγείο: Θέλεις παγάκια στο ουίσκι; Δε θέλω παγάκια στο φραπέ.

[πάγ(ος) -άκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες