Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πίνα
9 εγγραφές [1 - 9]
πίνα η [pína] Ο25 : γένος μεγάλων θαλάσσιων μαλακίων με επίμηκες τριγωνικό όστρακο.

[αρχ. πῖνα]

πινάκα η [pináka] Ο25 : (λαϊκότρ.) μεγάλο και βαθύ σκεύος (πιάτο) από ξύλο ή από πηλό· γαβάθα, τσανάκα.

[πινάκ(ι) μεγεθ. ]

πίνακας ο [pínakas] Ο5 : 1. μεγάλη ορθογώνια ξύλινη επιφάνεια, βαμμένη συνήθ. μαύρη ή πράσινη, πάνω στην οποία γράφει κανείς με κιμωλία· μαυροπίνακας: Ο δάσκαλος / ο μαθητής γράφει μία άσκηση στον πίνακα. Ο ~ του σχολείου. Γράφω στον / σβήνω τον πίνακα. 2. ορθογώνια επιφά νεια κατάλληλη για την ανάρτηση ανακοινώσεων: ~ ανακοινώσεων. 3. η συστηματική και συνοπτική αναγραφή και παρουσίαση διάφορων πραγμάτων, στοιχείων κτλ. με κάποια ορισμένη τάξη, σειρά: ~ ρημάτων. Λογαριθμικοί / λογιστικοί πίνακες. ~ περιεχομένων. 4. κατάλογος, κατάστα ση: ~ επιτυχόντων / προαγομένων / αποτελεσμάτων. ΦΡ μαύρος* ~. 5. έργο ζωγραφικής: Zωγραφικός ~. Aπό το μουσείο της πόλης κλάπηκαν πίνακες ανυπολόγιστης αξίας. Πίνακες διάσημων ζωγράφων. 6. (ηλεκτρολ.) σύνολο οργάνων και εξαρτημάτων για το χειρισμό και τον έλεγχο της λειτουργίας ηλεκτρικών κυκλωμάτων, μηχανών, εγκαταστάσεων κτλ.: ~ διανομής / ελέγχου / εισαγωγής / εξαγωγής. Γενικός / ενδεικτικός ~.

[λόγ.: 1: αρχ. πίναξ, αιτ. -ακα· 4: ελνστ. σημ.· 2, 3, 5, 6: σημδ. γαλλ. tableau (3: & γαλλ. table, 5: μσν. σημ.: `σανίδα για ζωγράφισμα΄)]

πινάκι το [pináki] Ο44 : (λαϊκότρ.) πιάτο από ξύλο ή από πηλό.

[αρχ. πινάκιον (υποκορ. του πίναξ)]

πινακίδα η [pinakíδa] Ο26 : επίπεδη, ορθογώνια συνήθ. πλάκα, που φέρει επιγραφή ενημερωτικού ή προειδοποιητικού περιεχομένου· ταμπέλα: Έξω από την πόρτα υπήρχε μια ~ με το όνομά του. Mια ~ πληροφορούσε τον κόσμο ότι η θάλασσα είναι μολυσμένη. Yπάρχουν πινακίδες που απαγορεύουν το άναμμα φωτιάς στο δάσος. || Πινακίδες κυκλοφορίας (οχημάτων), μεταλλική πλάκα με τα διακριτικά νούμερα των οχημάτων: Tου αφαίρεσαν τις πινακίδες για παράνομο παρκάρισμα. || Πινακίδες σήμανσης, ειδικές μεταλλικές ταμπέλες (κυρ. στρογγυλές ή τριγωνικές), που ρυθμίζουν την κυκλοφορία των οχημάτων.

[λόγ. < ελνστ. πινακίς, αιτ. -ίδα, αρχ. σημ.: `μικρή πινακίδα΄]

πινάκιο το [pinákio] Ο40 : I. κατάλογος των υποθέσεων που εκδικάζονται σ΄ ένα δικαστήριο, αντίγραφο του οποίου αναρτάται έξω από την αίθουσα σε κάθε δικάσιμο. II. (λόγ.) πιάτο, συνήθ. στην έκφραση αντί πινα κίου φακής*.

[λόγ.: II: αρχ. πινάκιον (υποκορ. του πίναξ)· Ι: ελνστ. σημ.]

πινάκλ το [pinákl] Ο (άκλ.) : είδος χαρτοπαίγνιου που παίζεται από δύο ως τέσσερα άτομα. πινακλάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < αγγλ. pinocle με τον. κατά τα δάνεια από τα γαλλ.]

πινακοθήκη η [pinakoθíki] Ο30 : 1. το ίδρυμα και ο ειδικός χώρος όπου συγκεντρώνονται και εκτίθενται μόνιμα ζωγραφικοί πίνακες: Εθνική / δημοτική ~. 2. το σύνολο των πινάκων ζωγραφικής που είναι μόνιμα εκτεθειμένοι σε μια πινακοθήκη. 3. (ειδ.) ονομασία μουσείων ζωγραφικής: ~ του Bατικανού / του Mονάχου.

[λόγ. αντδ. < γερμ. Ρinakothek < λατ. pinacoteca (στη νέα σημ.) < ελνστ. πινακοθήκη `αίθουσα με πίνακες στα Προπύλαια της Aκρόπολης΄]

πινακωτή η [pinakotí] Ο29 : I. στενή και επιμήκης ξύλινη σκάφη με χωρίσματα, όπου τοποθετούνται για να φουσκώσουν τα ζυμωμένα ψωμιά πριν να μπουν στο φούρνο. II. είδος παιδικού παιχνιδιού: Παίζουμε την ~;

[πινάκ(ι) -ωτή, θηλ. του -ωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες