Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέταλο
7 εγγραφές [1 - 7]
πέταλο το [pétalo] Ο40 : I1. μεταλλικό έλασμα σε σχήμα σχεδόν κλειστού ημικυκλίου, που προσαρμόζεται στις οπλές των ιπποειδών. ΦΡ μια στο καρφί και μια στο ~, για λόγια ή πράξεις που αντιμετωπίζουν αντικρουόμενες απόψεις με την ίδια έντονη κριτική διάθεση, κρατώντας θεωρητι κά ίσες αποστάσεις και από τις δύο. ΠAΡ Tου φτωχού* το εύρημα ή καρ φί ή ~. 2. μικρό μεταλλικό έλασμα που καρφώνεται στις μύτες του πέλμα τος και στα τακούνια χοντρών συνήθ. παπουτσιών για προστασία από τη φθορά. 3. (μτφ.) ό,τι έχει σχήμα πετάλου: Tο ~ του σταδίου / του δρόμου. II. καθένα από τα μικρά χρωματιστά φύλλα που σχηματίζουν τη στε φάνη του άνθους: Έραναν τη νύφη με πέταλα από τριαντάφυλλα. ΦΡ τίναξε* τα πέταλα.

[Ι1: αρχ. πέταλον `πλατύ φύλλο μετάλλου΄ (η σημερ. σημ. μσν.)· I2: επέκτ. της σημ.· Ι3: λόγ. σημδ. αγγλ.(;) horseshoe· ΙΙ: λόγ. < αρχ. πέταλον]

πεταλοειδής -ής -ές [petaloiδís] Ε10 : που έχει το σχήμα πετάλου: ~ μαγνήτης.

[λόγ. < ελνστ. πεταλοειδής `που έχει σχήμα φύλλου΄]

πεταλούδα η [petalúδa] Ο26 : 1. έντομο λεπιδόπτερο, με χαρακτηριστικά πλατιά πολύχρωμα φτερά και μακριές κεραίες: Πεταλούδες πετούσαν από λουλούδι σε λουλούδι. Kυνηγάει πεταλούδες. Kάνει συλλογή από πεταλούδες. (έκφρ.) ~ της νύχτας, για γυναίκα ελαφρών ηθών. 2α. είδος περικοχλίου με πτερύγια. β. είδος γρήγορης τεχνικής κολύμβησης, κατά την οποία τα χέρια φέρονται συγχρόνως μπροστά, μπαίνουν ξανά στο νερό στο ύψος των ώμων και κατόπιν σπρώχνονται πίσω, κάτω από το νερό. πεταλουδίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. || Σαν ~, για μικρό κορίτσι ζωηρό και χαριτωμένο.

[ίσως πέταλ(ο) -ούδα ή < ελνστ. πετηλίς, αιτ. -ίδα `ακρίδα΄(;)· πεταλούδ(α) -ίτσα]

πεταλουδίζω [petaluδízo] Ρ2.1α : για γρήγορο και χαριτωμένο πέταγμα, συνήθ. μτφ., για γυναίκα με πολλές, επιπόλαιες ερωτικές σχέσεις.

[πεταλούδ(α) -ίζω]

πεταλούδισμα το [petalúδizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του πεταλουδίζω.

[πεταλουδισ- (πεταλουδίζω) -μα]

πεταλουργείο το [petalurjío] Ο39 : το εργαστήριο του πεταλουργού.

[λόγ. πεταλουργ(ός) -είον]

πεταλουργός ο [petalurγós] Ο17 : τεχνίτης που κατασκευάζει πέταλα.

[λόγ. < ελνστ. πεταλουργός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες