Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πέλμα
2 εγγραφές [1 - 2]
πέλμα το [pélma] Ο48 : 1. το κάτω μέρος του ποδιού των ανθρώπων και των ζώων, από τη φτέρνα ως την άκρη των δαχτύλων, αυτό που πατά στο έδαφος· πατούσα. 2. το κάτω μέρος των παπουτσιών, αυτό που πατά στο έδαφος· σόλα. 3. το τμήμα της επιφάνειας τροχού, το οποίο εφάπτεται με το έδαφος. 4. (τεχν.) το κατώτερο και πεπλατυσμένο τμήμα βάσης, στηρίγματος, θεμελίου κτλ., αυτό που εφάπτεται με το έδαφος.

[λόγ. < αρχ. πέλμα (στις σημ. 1, 2)]

πελματοβάμον το [pelmatovámon] Ο πληθ. πελματοβάμονα (συνήθ. πληθ.) : (ζωολ.) ως χαρακτηρισμός ζώων τα οποία βαδίζουν πατώντας με όλο το πέλμα τους στο έδαφος (σε αντιδιαστολή προς τα δακτυλοβάμονα, που πατούν με τα δάχτυλα). || (ως επίθ.): Πελματοβάμονα ζώα.

[λόγ. πελματ- (πέλμα) -ο- + ελνστ. -βάμων, ουδ. -ον αναλ. προς το ελνστ. πτεροβάμων `που κινείται με φτερά΄ μτφρδ. νλατ. plantigrada]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες