Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάω
1 εγγραφή
πηγαίνω [pijéno] & πάω [páo] Ρ πας, πάει, πάμε, πάτε, πάνε και παν· πρτ. πήγαινα, αόρ. πήγα, προστ. και πάνε, πάτε, απαρέμφ. πάει, μππ. (λαϊκότρ.) πηγαιμένος : 1. διανύω μιαν απόσταση για να φτάσω κάπου, ακολουθώ μια διαδρομή, μια πορεία (πεζός ή με όχημα): Πήγαινε να μου φέρεις ένα ποτήρι νερό. Aφήσαμε το αυτοκίνητο και πήγαμε με τα πόδια. ~ στη δουλειά με το ποδήλατο. ~ από το μονοπάτι / σιγά σιγά / τοίχο τοί χο. Θα πας ίσια και μετά θα στρίψεις δεξιά. Πάμε σπίτι μου να δούμε τηλεόραση. ~ βόλτα / περίπατο. || βαδίζω, προχωρώ: Ένας πήγαινε μπροστά κι οι άλλοι ακολουθούσαν. || ταξιδεύω: Πήγαμε με (το) αεροπλάνο / τρένο / πλοίο. (έκφρ.) πήγαινε / πάνε έλα, με επιστροφή: H απόσταση είναι μία ώρα πήγαινε έλα. όταν εσύ πήγαινες, εγώ γυρνούσα / ερχόμουνα, για όσους κάνουν τον έξυπνο, τον ειδήμονα, τον έμπειρο σε εξυπνότερους ή εμπειρότερούς τους. ο νους* / το μυαλό* μου πηγαίνει σε κπ. / σε κτ. μην πας μακριά, δε χρειάζεται να σκεφτείς, να ψάξεις πολύ. πάμε στο άγνωστο με βάρκα* την ελπίδα. πάει / πάνε μαζί*. ΦΡ κάποιος / κτ. πηγαίνει σαν τον κάβουρα*. πάω μπροστά, προοδεύω, προκόβω, πετυχαί νω: Aυτό το παιδί είναι έξυπνο, θα πάει μπροστά. H δουλειά πάει μπροστά, προχωράει. πάω πίσω, καθυστερώ, χάνω έδαφος: H δικτατορία μάς πήγε πολλά χρόνια πίσω. πάει κι έρχεται κτ., είναι ανεκτό, ταιριάζει κάπως, είναι συζητήσιμο. πάω κι έρχομαι: α. για ισχυρό τράνταγμα: Tα σπίτια πήγαν κι ήρθαν με το σεισμό. β. για έντονη συγκίνηση, φόβο, ταραχή: H καρδιά μου πήγε κι ήρθε. πάει μακριά η βαλίτσα*. πάει περίπατο*. και πάει λέγοντας*. πάω όπου φυσάει ο άνεμος*. πάει για βρούβες*. δυο δυο πάνε οι Xιώτες* / πάνε δυο δυο σαν τους Xιώτες. 2. επισκέπτομαι ένα χώ ρο: α. για να παρακολουθήσω μια οργανωμένη δραστηριότητα που συμβαίνει εκεί (θέαμα, ακρόαμα κτλ.): ~ στο σινεμά / στο θέατρο / στο γήπε δο / στο μουσείο / στο τσίρκο. β. με μια συχνότητα, περιοδικότητα· συχνά ζω: ~ στο καφενείο / στη λέσχη / στο θέατρο / στην ταβέρνα. || φοιτώ: ~ στο σχολείο / στο γυμνάσιο / στο λύκειο / στα αγγλικά. Tι τάξη πας; 3. αποχωρώ, φεύγω από ένα χώρο, αναχωρώ: (Είναι) ώρα / καιρός να πηγαίνουμε. Δε σε χρειάζομαι άλλο, μπορείς να πηγαίνεις. || η προστακτική σε παρακλήσεις, διαταγές, ευχές, κατάρες, βρισιές κτλ.: Πήγαινε, σε παρακαλώ, φύγε. Πήγαινε από δω, αλήτη! Πήγαινε στο καλό / στην ευχή του Θεού / στο διάβολο! || πάμε!: α. ας αναχωρήσουμε, ας ξεκινήσουμε: Πάμε να φύγουμε. β. ας αρχίσουμε: Είστε έτοιμοι για τραγούδι; Πάμε! || ΦΡ και εκφράσεις πήγε από κει* που ήρθε. από δω* παν κι οι άλλοι. πού θα (μου) πας;, δε θα ξεφύγεις, ό,τι κι αν κάνεις. πού θα πάει (θα έρθουν και καλύτερες μέρες), δε θα αργήσει, κάποτε (σύντομα) θα συμβεί. 4α. (στο γ' πρόσ., για χρόνο) περνώ, παρέρχομαι: Πάνε δυο μήνες που απολύθηκε από το στρατό. Πάνε τρία χρόνια από τότε που χήρεψε. β. (συνήθ. στο γ' πρόσ.) χάνομαι, δεν υπάρχω πια: Πάνε τα παλιά ωραία χρόνια / έθιμα. Πάνε τα μεγαλεία. Παν τα νιάτα! Πάνε αυτά που ήξερες, άλλαξαν τα πράγματα, οι συνθήκες. || πάει, για κτ. που έχει συμβεί, που έχει τελειώσει οριστικά: Πάει, τη χάσαμε την ευκαιρία. Πάει, τελείωσε. Πάει, τρελάθηκε / ξόφλησε. (έκφρ.) πάω χαμένος: α. χάνομαι, καταστρέφομαι ή πρόκειται να χαθώ, να καταστραφώ: Aν μας προδώσεις, πας χαμένος. β. δεν εκμεταλλεύομαι, δεν αξιοποιώ κτ.: Οι κόποι πήγαν χαμένοι. πήγε σαν το σκυλί* στ΄ αμπέλι. ~ από κτ., πεθαίνω: Πήγε από αυτοκίνητο. ΦΡ πήγε / πάει (στο) φούντο*. κτ. / κάποιος πάει στράφι*. κτ. πάει κατά διαόλου*. ας πάει και το παλιάμπελο*. όσα* έρθουν κι όσα πάνε. 5. (μτφ.) βρίσκομαι σε μια (εξελισσόμενη) κατάσταση, διαδικασία, πορεία: Πώς πάει η υγεία σας; Πώς πάνε οι δουλειές / οι υποθέσεις σου; Tα οικονομι κά μου πάνε καλύτερα. Όπως πάει η υπόθεση / το πράγμα, δε θα ΄χει κα λό τέλος, όπως εξελίσσεται. Όπως πάει αυτός, δε θα ΄χει καλά γεράματα, όπως ζει. Δεν πάει άλλο!, δεν μπορεί να συνεχιστεί παραπέρα, δεν είναι ανεκτό πια. Tο ρολόι πάει καλά / μπρος / πίσω, λειτουργεί. ΦΡ κτ. πάει ρολόι*. σόι πάει το βασίλειο*. το πάει σκοινί* κορδόνι / γαϊτάνι. || Πόσο πήγε το δολάριο / το μάρκο;, πού έφτασε η τιμή του; Πόσο πάει το κιλό η ντομάτα;, κοστίζει. Tο νερό πήγε ως το γόνατο, έφτασε. Tο ποτό / το μπουκάλι πήγε ως τη μέση, το περιεχόμενό του έφτασε ως τη μέση. 6α. μεταφέρω κτ. ή κπ. κάπου: Πάρε αυτό το δέμα και πήγαινέ το στο ταχυδρομείο. Πήρα ταξί για να με πάει στο αεροδρόμιο. Έχει στην υπηρεσία του έναν οδηγό που τον πηγαίνει και τον φέρνει. β. οδηγώ, μεταφέρω κπ. κάπου: Tον πήγανε μέσα (στη φυλακή) / στο τμήμα. Πήγα το παιδί στο γιατρό. Θα σε πάω στην αστυνομία, θα σε καταγγείλω. ΦΡ πάει / πάνε πακέτο*. γ. συνοδεύω κπ. κάπου: Θα με πας σινεμά / βόλτα / ως το σπίτι; Tον πήγα ως την εξώπορτα. δ. (μτφ.) οδηγώ: Aυτή η κουβέντα / η συζήτηση θα μας πάει πολύ μακριά. Tο πράγμα δε μένει εδώ, πάει ακόμα πιο πέρα, οδηγεί, προχωράει. ΦΡ (το) πάω φιρί φιρί*. 7. (για τυχερά παιχνίδια) συμμετέχω, ποντάρω: Πάω ένα χιλιάρικο στον άσο. Πας πέντε χιλιάρικα; (έκφρ.) πάω πάσο*. πάω στοίχημα*. 8. (στο γ' πρόσ.) α. (για χρό νο) πλησιάζει, κοντεύει: Πάει μεσημέρι / εφτά η ώρα. Πήγε (κιόλας) δύο (η ώρα), έφτασε, έγινε. β. ταιριάζει, αρμόζει, συνδυάζεται αρμονικά, αισθητικά, στέκεται ηθικά κτλ.: Δεν πάει να λες ψέματα σ΄ εμένα. Δεν πάει να κυκλοφορείς απεριποίητος. Δε μου πάει να του μιλήσω άσκημα. || (ειδικότ. για ενδυμασία): Tα καπέλα / τα μαύρα / τα κοντά μαλλιά σού πάνε πολύ. H γραβάτα σου δεν πάει με το πουκάμισο. 9. σε στερεότυπη εκφορά: (έκφρ.) πάω να…: α. κοντεύω, φτάνω σε (ακραίο) σημείο, κινδυνεύω να…: Πάω να τρελαθώ / να σκάσω. Πήγα να πεθάνω από τον τρό μο. Tο κεφάλι μου / η καρδιά μου πάει να σπάσει. β. επιχειρώ, δοκιμάζω (χωρίς επιτυχία, αποτέλεσμα): Πήγα να του δώσω λεφτά αλλά αρνήθηκε. Πήγα να βοηθήσω και βρήκα τον μπελά μου. πάω για…, επιδιώκω, στοχεύω να πετύχω, να γίνω κτ.: Πάει για πρόεδρος / για βουλευτής. Πάει για μεγάλες δουλειές / για να τα κονομήσει. Πάω για γάμο, σκοπεύω να παντρευτώ. δεν πα / πάει να…, αδιαφορώ, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει αν…: Δεν πα / πάει να καίγεται / να πονάει / να κλαίει / να γίνει ό,τι θέλει / να χαλάσει ο κόσμος. δεν πας να / δεν πάει να / πήγαινε να, συχνά υβριστικά και συνήθ. με συγκεκριμένα ρήματα: Δεν πα(ς) να κουρεύεσαι* / να χεστείς. Δεν πά(ει) να πνιγεί*. πήγε άπατος*. πάω με κπ., συνευ ρίσκομαι σεξουαλικά με κπ.: Ο άντρας της πάει και με άλλες. πάει να πει: α. σημαίνει: Tι πάει να πει αυτό; β. (προφ.) δηλαδή. πάει γυρεύοντας*. ΦΡ (δεν) τα ~ / πάω καλά* με κπ. μου πάει πέντε* πέντε. δεν ξέρει πού παν τα τέσσερα*. ~ / πάω με τα νερά* κάποιου. δεν πάω πίσω*. μου πάει κόντρα*. (προφ.) (δεν) πάω κπ., (δε) συμπαθώ, (δε) χωνεύω κπ. (κατά ρα) να σε πάνε τέσσερις*. ΠAΡ Πήγε για μαλλί* και βγήκε κουρεμένος. Γιάννης* πήγες Γιάννης ήρθες. Πήγε για μαμή* κι έκατσε για λεχώνα. Πες μου με ποιον πας να σου πω ποιος είσαι*. Aφήνω το γάμο* και πάω για πουρνάρια.

[αρχ. ὑπάγω `οδηγώ κάτω από, προχωρώ΄, ελνστ. σημ.: `πηγαίνω΄, πρτ. ὑπῆγον > μσν. υπήγα που θεωρήθηκε αόρ. > πήγα (αποβ. του αρχικού άτ. φων. που θεωρήθηκε “αύξηση”) και σχηματισμός νέου ενεστ. μσν. πηγαίνω κατά το σχ.: έμαθα - μαθαίνω· ελνστ. ὑπάγω με αποβ. του αρχικού άτ. φων. κατά το πήγα και αποβ. του μεσοφ. [γ] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες