Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πάπαλα [pápala] επιφ. : (προφ.) για να δηλωθεί ότι κτ. (μια ποσότητα, μια διαδικασία κτλ.) τελείωσε, εξαντλήθηκε ή δεν είχε την επιθυμητή έκβαση: ~ το φαΐ / η υπόθεση.
[λ. νηπιακή]



