Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πάπαλα
1 item total
πάπαλα [pápala] επιφ. : (προφ.) για να δηλωθεί ότι κτ. (μια ποσότητα, μια διαδικασία κτλ.) τελείωσε, εξαντλήθηκε ή δεν είχε την επιθυμητή έκβαση: ~ το φαΐ / η υπόθεση.

[λ. νηπιακή]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go