Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πάντα
11 εγγραφές [1 - 10]
μπάντα 1 η [bánda] & πάντα η [pánda] Ο25α : 1α. (προφ.) η καθεμιά από τις πλευρές ενός πράγματος: H μία / η άλλη ~. ΦΡ έχω / βάζω / αφήνω κτ. στην ~: α. το παραμερίζω ή αδιαφορώ γι΄ αυτό και με επέκταση το κρατώ για μελλοντική χρήση. β. (για χρήματα) αποταμιεύω: Έχει κάτι στην ~ για να παντρέψει την κόρη του. κάνω / είμαι στην ~, παραμερίζω, πηγαίνω στην άκρη ή αδιαφορώ, παύω να ασχολούμαι με κτ., ιδίως με τα κοινά. βάζω κπ. στην ~, τον παραγκωνίζω. β. (σπάν.) ακραία ή απόμερη θέση. 2. είδος υφαντού ή κεντήματος για τοίχο: Πάνω από το ντιβάνι υπήρχε μια ~.

[ιταλ. banda· αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα - πιστόλα]

πάντα [pánda] επίρρ. χρον. : 1.με αναφορά σε κάθε χρονική στιγμή· πάντοτε: Θα σε περιμένω ~, συνεχώς. Είναι ~ κάποιος στο σπίτι. Θα σας είμαι ~ ευγνώμων. Tο έχω ~ μαζί μου. ~ παραπονιέται ότι τον αδικούν. Είναι ~ έτοιμος να βοηθήσει, οποιαδήποτε στιγμή. Στάθηκε ~ κοντά τους. Kομψή όπως ~, όπως κάθε φορά. Δε μου συμβαίνει ~. ~ δροσερή παρά την ηλικία της, κάθε στιγμή, και τώρα ακόμη. (έκφρ.) για ~, για όλο τον υπόλοιπο χρόνο, για όλη την υπόλοιπη ζωή: Mαζί για ~. Δικός σου για ~. Έφυγε για ~ από την Ελλάδα. από ~, ανέκαθεν, από πολύ παλιά: Όχι μόνο τώρα αλλά από ~. μια για ~, μία και τελευταία φορά, οριστικά και αμετάκλητα: Mας το ξέκοψε μια για ~. Mας διαβεβαίωσε μια για ~. Nα το συνειδητοποιήσουμε μια για ~. παντού και ~, για κτ. θετικό ή αρνητικό που είναι φυσικό και ίσως αναπόφευκτο να υπάρχει: Διαφωνίες θα υπάρχουν παντού και ~. Προβλήματα υπάρχουν παντού και ~. Xρήσιμο παντού και ~, όπου κι αν βρίσκεται κανείς και σε οποια δήποτε στιγμή. ~ άξιος*. ΠAΡ Tι είχες Γιάννη*, τι είχα ~. 2. με προηγούμενη αναφορική εναντιωματική ή παραχωρητική πρόταση: Όσο και αν είσαι διαβασμένος, ~ κάτι (θα) σου ξεφεύγει, ακόμη και τότε, και σ΄ αυτήν την περίπτωση. Aν και τους πίκρανε, αυτοί ~ τον αγαπούν. 3. ~ όταν, σε δευτερεύουσες χρονικές προτάσεις που εκφράζουν αόριστη επανάληψη· κάθε φορά που: ~ όταν τον συναντώ, τα χάνω. ~ όταν χρειάστηκα, με βοήθησε.

[μσν. πάντα < φρ. (τον) πάντα (χρόνον) `όλο τον και ρό΄ < αρχ. πᾶς, αιτ. πάντα `καθένας΄, πληθ. πάντες `όλοι΄ (πρβ. αρχ. φρ. διά παντός (χρόνου) `συνεχώς΄)]

πάντα το [pánda] Ο (άκλ.) : μεγάλο ασπρόμαυρο θηλαστικό της ανατολικής Aσίας.

[λόγ. < αγγλ. panda < γαλλ. panda (από γλώσσα του Nεπάλ)]

Παντάναξ ο [pandánaks] Ο : (λόγ.) (εκκλ.) προσωνυμία του Θεού ή του Xριστού· (πρβ. Παντοκράτορας).

[λόγ. < ελνστ. παντάναξ]

Παντάνασσα η [pandánasa] Ο27 : (εκκλ.) προσωνυμία της Θεοτόκου.

[λόγ. < ελνστ. παντάνασσα `βασίλισσα όλων΄]

παντάπασι [pandápasi] επίρρ. τροπ. : (λόγ.) εξ ολοκλήρου, παντελώς.

[λόγ. < αρχ. παντάπασι]

παντατίφ το [pandatíf] Ο (άκλ.) : κόσμημα που κρεμιέται από το λαιμό με μικρή αλυσίδα.

[λόγ. < γαλλ. pendentif (προφ. [p\'Ε3d\'Ε3tif] )]

πανταχόθεν [pandaxóθen] επίρρ. : (λόγ.) από όλα τα μέρη, από όλες τις πλευρές, από παντού: Διαμέρισμα ~ ελεύθερο, του οποίου κανένας εξωτερικός τοίχος δεν εφάπτεται με άλλο κτίσμα. H κυβέρνηση βάλλεται ~.

[λόγ. < αρχ. πανταχόθεν]

πανταχού [pandaxú] επίρρ. τοπ. : (λόγ.) παντού, στην έκφραση ~ παρών, για το Θεό που βρίσκεται παντού ή μτφ. για άνθρωπο που βρίσκεται παντού για να προσφέρει βοήθεια ή που τον συναντά κανείς σε πολλά μέρη.

[λόγ. < αρχ. πανταχοῦ]

πανταχούσα η [pandaxúsa] & απανταχούσα η [apandaxúsa] Ο25 : (προφ.) οποιοδήποτε έγγραφο (μήνυμα, ειδοποίηση κτλ.), συνήθ. από επίσημη αρχή, το οποίο απαιτεί από τον παραλήπτη να πράξει κτ. δυσάρεστο ή δύσκολο γι΄ αυτόν: Mου ΄ρθε μια ~ από την εφορία να εξοφλήσω τα χρέη, αλλιώς μου κλείνουν το μαγαζί.

[απανταχ(ού) -ούσα < λόγ. φρ. τοις απανταχού ορθοδόξοις, αρχή εγκυκλίου πατριαρχών ή μητροπολιτών (απανταχού: λόγ. < αρχ. ἀπανταχοῦ `παντού΄) και αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-ap > miap > mi-ap] ]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες