Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- πάθημα το [páθima] Ο49 : ό,τι έπαθε κάποιος, το δυσάρεστο ή ατυχές συμβάν που συνέβη σε κπ.: Aς ελπίσουμε ότι το τελευταίο του ~ θα τον συνετίσει. Tο ~ ας του γίνει μάθημα από εδώ και στο εξής. (έκφρ.) τα παθήματα μαθήματα*.
[αρχ. πάθημα]



