Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: πάθημα
1 item total
πάθημα το [páθima] Ο49 : ό,τι έπαθε κάποιος, το δυσάρεστο ή ατυχές συμβάν που συνέβη σε κπ.: Aς ελπίσουμε ότι το τελευταίο του ~ θα τον συνετίσει. Tο ~ ας του γίνει μάθημα από εδώ και στο εξής. (έκφρ.) τα παθήματα μαθήματα*.

[αρχ. πάθημα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go