Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- πάγκοινος -η -ο [pánkinos & pán
inos] Ε5 : (λόγ.) κοινός σε όλους ή για όλους· κοινότατος: Πάγκοινες συνήθειες. H πάγκοινη μοίρα, ο θάνατος. Πάγκοινη λέξη, γνωστή, εύχρηστη κτλ. για όλους. παγκοίνως ΕΠIΡΡ σε όλους ή για όλους γενικώς: Είναι ~ γνωστό ότι ψεύδεται, όλος ο κόσμος, οι πάντες γνωρίζουν. Tα ~ αμφισβητούμενα κατορθώματά του, που αμφισβητούνται από όλους. [λόγ. < αρχ. πάγκοινος· λόγ. < ελνστ. παγκοίνως]