Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οχυρό
2 εγγραφές [1 - 2]
οχυρό το [oxiró] Ο38 : α. οχυρωματικό έργο που είναι περίκλειστο, βασικό για την άμυνα της περιοχής στην οποία βρίσκεται: Aντιστέκεται / παραδίνεται ένα ~. Tα οχυρά του Ρούπελ. β. (μτφ.) γι΄ αυτόν που αντιστέκεται στην πιεστική επιθυμία, συνήθ. ερωτική, κάποιου. γ. (μτφ.) για ομάδα ανθρώπων, οργάνωση κτλ., η οποία συνεχίζει, επιμένει να δέχεται και να υποστηρίζει μια ιδέα, ιδεολογία, πνευματική κίνηση κτλ.: H εκκλησία σήμερα είναι το τελευταίο ~ της καθαρεύουσας.

[λόγ. εν. < αρχ. τά ὀχυρά, ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. ὀχυρός]

οχυρός -ή -ό [oxirós] Ε1 : (για τόπο, πόλη κτλ.) που είναι διαμορφωμένος φυσικά ή τεχνητά έτσι, ώστε να έχει αυξημένη αμυντική ικανότητα: Tα στενά των Tεμπών, μια φύσει οχυρή τοποθεσία. Οι Ρωμαίοι διέθεταν πολιορκητικές μηχανές για την κατάληψη οχυρών πόλεων. || (ως ουσ.) το οχυρό*.

[λόγ. < αρχ. ὀχυρός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες