Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οχτώ
4 εγγραφές [1 - 4]
Οκτώβρης ο [októvris] & Οχτώβρης ο [oxtóvris] Ο11 : (προφ.) Οκτώβριος.

[-χτ-: μσν. Οκτώβρης με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] < ελνστ. Ὀκτώβριος με αποφυγή της χασμ.· -κτ-: λόγ. επίδρ.]

οκτωβριανός -ή -ό [oktovrianós] & οχτωβριανός -ή -ό [oxtovrianós] Ε1 : που έχει σχέση με το μήνα Οκτώβριο: Οκτωβριανή επανάσταση, που έγινε από τους μπολσεβίκους στα 1917. || (ως ουσ.) τα οκτωβριανά, συγκρούσεις γαλλικών αγημάτων με ελληνικά στρατεύματα τον Οκτώβριο του 1916 στην Aθήνα.

[λόγ. Οκτώβρι(ος) -ανός απόδ. γαλλ. d΄Οctobre· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

οχτώ [oxtó] & οκτώ [októ] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1. που δηλώνει ένα σύνολο από οχτώ (8) μονάδες: ~ μονάδες / δεκάδες / εκατοντάδες / χιλιάδες / εκατομμύρια / δισεκατομμύρια. ~ χρόνια / μήνες / ημέρες. Tα ~ πλοκάμια του χταποδιού. || αντί του τακτικού όγδοος: Aνοίξτε στη σελί δα ~, στην όγδοη σελίδα. Στις ~ του μηνός, την όγδοη ημέρα του μήνα. (έκφρ.) (σαν) σήμερα* ~. από σήμερα* ~. 2. (ως ουσ.) το οχτώ: α. ο αριθμός οχτώ και το σύμβολό του: Εφτά κι ένα κάνουν ~. Ελληνικό / λατινι κό / αραβικό ~. Δεν μπορεί να γράψει το ~. || ως ένδειξη βαθμολογίας: Έγραψε για / πήρε ~ στα μαθηματικά. β. χαρτί της τράπουλας (που φέρει οχτώ σημεία): Tο ~ σπαθί. γ. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθ μό οχτώ: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο οχτώ. δ. το ~ (΄08), αντί 1908: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα ~, για ηλικία οχτώ (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[αρχ. ὀκτώ με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · λόγ. επίδρ. στο οχτώ]

οχτωήχι το [oxtoíxi] Ο40 : (λαϊκότρ.) η οκτώηχος.

[< οκτώηχ(ος) υποκορ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες