Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- οχετός ο [oxetós] Ο17 : 1. γενική ονομασία αγωγών, ιδίως υπόγειων, που χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά νερών, ιδίως βρόμικων· (πρβ. υπόνομος). 2. (μτφ., μειωτ.) για να χαρακτηρίσουμε πολλές αθυροστομίες, βρισιές ή βρομόλογα· (πρβ. βόθρος): ~ ύβρεων.
[λόγ. < αρχ. ὀχετός `λούκι νερού, κανάλι΄]