Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ουζερί
1 εγγραφή
ουζερί το [uzerí] Ο (άκλ.) : κατάστημα στο οποίο προσφέρονται οινοπνευματώδη ποτά (ούζο, τσίπουρο κτλ.) και μεζέδες· ουζάδικο.

[ούζ(ο) -ερί]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες