Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ορισμένος
1 εγγραφή
ορισμένος -η -ο [orizménos] Ε3 μππ. του ορίζω : 1. που έχουν αναφερθεί τα κύρια χαρακτηριστικά του, που έχει περιγραφεί: H έννοια της αρετής είναι ορισμένη ήδη από την αρχαιότητα. 2. που είναι καθορισμένος, κανονισμένος, έτσι ώστε να είναι συγκεκριμένος: Ο υπουργός δέχεται το κοινό ορισμένη μέρα και ώρα. Οι τιμές είναι ορισμένες. || (πληθ.) μερικοί, όχι σαφώς καθορισμένοι: Είναι ορισμένα ζητήματα που πρέπει να διευκρινιστούν. Έχω ορισμένους ενδοιασμούς / ορισμένες απορίες. || (ως ουσ., πληθ., χωρίς άρθρο): Έχω την εντύπωση ότι ορισμένοι δεν είναι απολύτως σύμφωνοι. || κάποτε και με άρθρο: Aυτοί οι ορισμένοι, που διαφωνούν, να έρθουν να μου ζητήσουν το λόγο.

[λόγ. < αρχ. ὡρισμένος `που είναι καθορισμένα τα όριά του΄ μππ. του ὁρίζω (ορθογρ. κατά το ορίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες