Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ορεινός
1 item total
ορεινός -ή -ό [orinós] Ε1 : ANT πεδινός. 1α. που αποτελείται από βουνά ή που έχει πολλά βουνά: Ορεινή χώρα / περιοχή. Ορεινό έδαφος / τοπίο. H ορεινή Θεσσαλία. Ο ~ όγκος της Πίνδου, τα βουνά της Πίνδου. Ορει νή αλυσίδα. || (ως ουσ.) τα ορεινά, οι ορεινές περιοχές: Θα χιονίσει στα ορεινά της χώρας. β. που χαρακτηρίζει τα βουνά ή τις ορεινές περιοχές: Ορεινό κλίμα, βουνίσιο. 2. που βρίσκεται σε βουνό ή σε ορεινή περιοχή· βουνίσιος: Ορεινά μονοπάτια. Ορεινές διαβάσεις. Εγκαταλειμμένο ορει νό χωριό. 3α. που ζει ή που αναπτύσσεται σε ορεινές περιοχές· βουνίσιος: Ορεινή πέρδικα. Ορεινή βλάστηση. ~ πληθυσμός, που κατοικεί μόνιμα σε ορεινή περιοχή· ορεσίβιος. β. που αφορά τις ορεινές περιοχές: Ορεινή οικονομία. || (στρατ.) Λόχος Ορεινών Kαταδρομών (ΛΟK). Ορεινό πυροβολικό, είδος πυροβολικού· ορειβατικό. γ. (ιστ., ως ουσ.) οι ορεινοί, ονομασία αριστερής παράταξης κατά τη γαλλική επανάσταση.

[λόγ. < αρχ. ὀρεινός (3γ: σημδ. γαλλ. les Montagnards)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go