Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: οπτικοποίηση
1 item total
οπτικοποίηση η [optikopíisi] Ο33 : η ενέργεια του οπτικοποιώ, η χρήση οπτικών ή οπτικοακουστικών μέσων για την καλύτερη παρουσίαση ενός θέματος, κυρίως σε περιπτώσεις διδασκαλίας.

[λόγ. οπτικ(ός) -ο-, οπτι κο(ακουστικός) + -ποίη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go