Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οπισθοχώρηση
1 εγγραφή
οπισθοχώρηση η [opisθoxórisi] Ο33 : 1. (στρατ.) υποχώρηση ενός στρατού συνήθ. εξαιτίας της εχθρικής πίεσης. ANT προέλαση: H ~ μετατράπηκε σε άτακτη φυγή. 2. (μτφ.) μετακίνηση από τις θέσεις μου, τις απόψεις μου κτλ.: Ύστερα από τις απεργίες η κυβέρνηση έκρινε ότι η καλύτερη λύση είναι η ~.

[λόγ. οπισθοχωρη- (οπισθοχωρώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. rétrogradation, rétrogression]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες