Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: οξεία
2 εγγραφές [1 - 2]
οξεία η [oksía] Ο25 : 1. ένα από τα τονικά σημάδια που χρησιμοποιούνταν στην ελληνική γραφή πριν από την εφαρμογή του μονοτονικού συστήματος: Οι τόνοι της αρχαίας ελληνικής είναι τρεις: η ~, η βαρεία και η περισπωμένη. 2. τονικό σημάδι της βυζαντινής μουσικής.

[λόγ. < ελνστ. ὀξεῖα, ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. ὀξύς (επειδή συμβόλιζε ανοδική κίνηση της φωνής)]

οξύς -εία -ύ [oksís] Ε7α : I. που καταλήγει σε αιχμή· αιχμηρός, μυτερός: Bελόνα με πολύ οξύ άκρο. || (μαθημ.): Οξεία γωνία, που είναι μικρότερη από την ορθή. II. (μτφ.) 1. (για ήχο) που έχει υψηλή συχνότητα: Οξεία κραυγή, διαπεραστική. 2. (ιδ. για τις πνευματικές λειτουργίες ή τις αισθήσεις) που λειτουργεί έτσι ώστε να μην του διαφεύγουν οι λεπτομέρειες, να είναι πολύ αποτελεσματικός: Οξεία όραση / όσφρηση / ακοή. Οξεία αντίληψη / παρατηρητικότητα. || Οξύ βλέμμα. 3. (ιδ. για κτ. ανεπιθύμητο ή δυσάρεστο) πολύ έντονος: ~ πόνος, πολύ δυνατός. Οξεία πολεμική / αποδοκιμασία / πολιτική κρίση. H χώρα αντιμετωπίζει οξύτατο οικονομικό πρόβλημα. α. που είναι επιθετικός, υβριστικός ή μειωτικός για κπ.: ~ χαρακτηρισμός. Mιλάει σε τόνο οξύτερο από κάθε άλλη φορά. β. (για αρρώστια) που εξελίσσεται και επιδεινώνεται γρήγορα. ANT χρόνιος: Οξεία βρογχίτιδα / μηνιγγίτιδα / περιτονίτιδα.

[λόγ. < αρχ. ὀξύς `οξύς, μυτερός, με έντονη γεύση, ξινός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες