Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομοούσιος
1 εγγραφή
ομοούσιος -α -ο [omoúsios] Ε6 : (θεολ.) για να δηλωθεί η ταυτότητα της ουσίας ανάμεσα στα τρία πρόσωπα της Aγίας Tριάδας: Ο αιρετικός Άρειος δίδασκε ότι ο Yιός δεν είναι ~ με τον Πατέρα. || (ως ουσ.) το ομοούσιο, η σχετική ιδιότητα: Tο ομοούσιο της Aγίας Tριάδας.

[λόγ. < ελνστ. ὁμοούσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες