Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ομολογιακός
1 εγγραφή
ομολογιακός -ή -ό [omolojiakós] Ε1 : (οικον.) που έχει σχέση με την ομολογία2: Ομολογιακό δάνειο.

[λόγ. ομολογί(α)2 -ακός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες