Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ομολογητής ο [omolojitís] Ο7 : (εκκλ.) επίσημος χαρακτηρισμός χριστια νού, που αρνήθηκε να αποκηρύξει την πίστη του παρά τα μαρτύρια που υπέστη: Όσιοι, μάρτυρες και ομολογητές.
[λόγ. < ελνστ. ὁμολογητής]



