Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ολόπλευρος -η -ο [olóplevros] Ε5 : που αφορά όλα τα στοιχεία, όλα τα τμήματα της έννοιας στην οποία αναφέρεται· (πρβ. πλήρης): Ολόπλευρη ανάλυση / ανάπτυξη / κατανόηση ενός θέματος. Ολόπλευρη οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
ολόπλευρα ΕΠIΡΡ: Άνθρωπος ~ καλλιεργημένος. [λόγ. ολο- + πλευρ(ά) -ος]